- καλάρω
- καλάρω, καλάρισα βλ. πίν. 55
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καλάρω — 1. (για ιστία ή αντένα πλοίου) λύνω τα σχοινιά τών ιστίων και τά αφήνω να πέσουν για να σταματήσω το ιστιοφόρο, μαζεύω τα πανιά, κατεβάζω την αντένα ή τα πανιά, τά χαμηλώνω 2. (για δίχτια) τά ρίχνω στη θάλασσα για ψάρεμα 3. (για πλοία) α) έχω… … Dictionary of Greek
καλάρω — (λ. ιταλ.), καλάρισα και κάλαρα 1. ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα για αλιεία: Καλαρίσαμε τα δίχτυα από πολύ πρωί. 2. έχω βύθισμα: Το βαπόρι καλάρει δέκα ποδάρια. 3. πείθω κάποιον, τον καταφέρνω: Τον κάλαρα και δέχτηκε την πρόταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλάρισμα — το [καλάρω] 1. (για τα ιστία) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καλάρω* 2. (για δίχτια) το ρίξιμό τους στη θάλασσα για ψάρεμα 3. (για πλοίο) η διαρροή … Dictionary of Greek
μανκάρω — 1. (για τον άνεμο) κοπάζω ξαφνικά 2. (για ναυτικούς χειρισμούς) αποτυγχάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mancare (πρβλ. καλάρω)] … Dictionary of Greek